Βίρτσμπουργκ

Βίρτσμπουργκ
(Würzburg). Πόλη (126.000 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Κάτω Φραγκονίας, που ανήκει στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας. Η πόλη είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μάιν, στην εκτεταμένη κυματοειδή περιοχή που ορίζεται Δ από τα υψώματα του Σπέσαρτ και του Όντενβαλντ, Α από τα υψώματα του Στίγκερβαλντ και Ν από τη Φρανκενχέε. Είναι σημαντικό βιομηχανικό (βιομηχανίες ηλεκτρονικών, τροφίμων, χημικών προϊόντων και υφασμάτων), εμπορικό και λιμενικό κέντρο επί του Μάιν. Είναι επίσης μία από τις ωραιότερες πόλεις της Γερμανίας, με μνημεία ρομανικού, γοτθικού και μπαρόκ ρυθμού. Η Β. εμφανίζεται στην ιστορία κατά τα πρώτα χρόνια του 8ου αι., σύμφωνα με ένα έγγραφο που την αναφέρει με το όνομα Costellum Virtebuch. Το 742 έγινε έδρα επισκοπής και από τότε η ιστορία της είναι συνδεδεμένη με την ιστορία των επισκόπων της, οι οποίοι, όταν απέκτησαν ηγεμονικά δικαιώματα τον 12ο αι., έπαιξαν σπουδαιότατο ρόλο στη ζωή της Γερμανίας έως την εποχή του Ναπολέοντα, όταν το κράτος τους έγινε κοσμικό. Η πόλη υπήρξε επίσης πνευματικό κέντρο, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση του πανεπιστημίου της το 1582. Το 1806 ο Ναπολέων την όρισε πρωτεύουσα μεγάλου δουκάτου και μετά το συνέδριο της Βιέννης περιήλθε στο βασίλειο της Βαυαρίας. Μεταξύ των μνημείων της ξεχωρίζουν το πριγκιπικό ανάκτορο (Residenz) του 18ου αι. με μια ωραία τοιχογραφία του Τιέπολο, ο καθεδρικός ναός (Dom), ρομανικός, αλλά ξαναχτισμένος τον 18ο αι., η ακρόπολη Μαρίενμπεργκ, το πανεπιστήμιο (16ος αι.) και διάφοροι ναοί: ο ναός Νοϊμινστερκίρχε (Neumünsterkirche), ρομανογοτθικού ρυθμού, ο γοτθικός ναός της Παναγίας (Marienkapelle) και οι ναοί του Αγίου Πέτρου (Peterskirche) και του Αγίου Βουρκάρδου (Sankt Burkard), ρομανογοτθικοί. Άποψη της γερμανικής πόλης Βίρτσμπουργκ, που είναι πλούσια σε ρομανικά, γοτθικά και μπαρόκ μνημεία μεγάλου καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος (φωτ. Sef).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ρέντγκεν, Βίλχελμ Κόνραντ — (Rφntgen, Λένεπ, Ρηνανία 1845 – Μόναχο 1923). Γερμανός φυσικός. Τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Άπελντοορν της Ολλανδίας, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του μετά τις εξεγέρσεις του 1848· κατόπιν σπούδασε στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης,… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Πέτερ — (Peter Wagner, 1730 1809). Γερμανός γλύπτης. Δούλεψε στο Βίρτσμπουργκ και στην Κάτω Φραγκονία, όπου αναδείχθηκε ως τελευταίος εκπρόσωπος του ύστερου μπαρόκ. Από το 1770 έτεινε προς τον κλασικισμό. Από τα έργα του ξεχωρίζει η διακόσμηση του… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Νόιμαν, Γιόχαν Μπαλτάζαρ — (Johann Balthasar Neumann, Έγκερ 1687 – Βίτρσμπουργκ 1753). Γερμανός αρχιτέκτονας. Είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους του μπαρόκ της κεντρικής Ευρώπης. Προσέφερε ενότητα και πληρότητα στις αναζητήσεις της γερμανικής αρχιτεκτονικής, φτάνοντας… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… …   Dictionary of Greek

  • πασχάλιος — Όνομα παπών της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας: 1. Π. ο A’. Πάπας (817 824), διάδοχος του Στεφάνου Δ’. Διακήρυξε τα πρωτεία της ρωμαϊκής Εκκλησίας κατά τη φιλονικία των εικονοκλαστών, διατήρησε καλές σχέσεις με τον αυτοκράτορα Λουδοβίκο τον Ευσεβή και… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Γιοχάνες Γιάκομπ — (Johannes Jacob Wagner, 1775 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Προσωπικός φίλος του Σέλιγκ, με τον οποίο συνεργάστηκε ως καθηγητής στο Βίρτσμπουργκ το 1803. Ο Β., ξεκινώντας από την υπόθεση ότι η σκέψη έχει μαθηματικό χαρακτήρα, διατύπωσε τη φιλοσοφία… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”